ονοματοποίηση

ονοματοποίηση
η (Μ ὀνοματοποίησις) [ονοματοποιώ]
ονοματοποιία, ο σχηματισμός λέξεων, και μάλιστα κατά μίμηση φυσικών ήχων, και γενικώς η επινόηση λέξεων, η κατασκευή ονομάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὀνοματοποιήσῃ — ὀνοματοποιήσηι , ὀνοματοποίησις the coining of a name fem dat sg (epic) ὀνοματοποιέω coin names aor subj mid 2nd sg ὀνοματοποιέω coin names aor subj act 3rd sg ὀνοματοποιέω coin names fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ονοματοποιητικός — ὀνοματοποιητικός, ή, όν (Μ) [ονοματοποιώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ονοματοποίηση. επίρρ... ὀνοματοποιητικῶς (Α) με τη διαδικασία τής ονοματοποίησης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”